- σάργασ(σ)ο
- το, Νβοτ.1. γένος μεγάλων φαιοφυκών με πολύπλοκο θαλλό, που ανήκει στην τάξη φυκώδη και περιλαμβάνει είδη τα οποία απαντούν σε όλες τις θάλασσες, ορισμένα προσκολλημένα σε βράχους και άλλα προσαρμοσμένα στην ελεύθερη διαβίωση που πλέουν ελεύθερα στο νερό2. φρ. «Θάλασσα τών Σαργάσ(σ)ων» — μεγάλη έκταση στον βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό στην οποία τα φύκη αυτά υπάρχουν κατά μάζες και επιπλέουν στην επιφάνεια τής θάλασσας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sargasso < πορτογαλ. sargaco (πιθ. < λατ. salicastrum «άγριο αμπέλι»)].
Dictionary of Greek. 2013.